- ξεκούμπισμα
- τοδιώξιμο, απομάκρυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκούμπισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεκουμπίζω, απομάκρυνση, διώξιμο, αποχώρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκδίωξη — η απομάκρυνση, διώξιμο, ξεκούμπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)